πρελούντιο

πρελούντιο
το
(λ. ιταλ.)
1. μουσικό προανάκρουσμα.
2. προοίμιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρελούδιο — Μουσική μορφή που σημαίνει γενικά την ενόργανη εισαγωγή μιας σύνθεσης αλλά μπορεί να είναι και αυτόνομη σύνθεση. Ως ιδιαίτερη μορφή, το π. έχει αρχαία προέλευση (οι Έλληνες, για παράδειγμα, είχαν π. για κιθάρα)· στους νεότερους χρόνους (από το… …   Dictionary of Greek

  • φλάουτο — (Μουσ.). Πνευστό μουσικό όργανο, που αποτελείται από έναν σωλήνα από ξύλο, ασήμι ή πλατίνα, ο οποίος είναι κλειστός από το ένα άκρο, ενώ κοντά στο άλλο έχει μια τρύπα, από την οποία φυσούν τον αέρα, που, όταν χτυπά στα εσωτερικά τοιχώματα του… …   Dictionary of Greek

  • Γκρεγκ, Φερνάν — (Fernand Gregh, Παρίσι 1873 – 1960).Γάλλος ποιητής και κριτικός. Μετά τις πρώτες ποιητικές συλλογές του δημοσίευσε το 1902 στην εφημερίδα Φιγκαρό ένα μανιφέστο για την ποίηση, με το οποίο καλούσε τους ποιητές να επιστρέψουν στον ουμανισμό. Το… …   Dictionary of Greek

  • Κόντης, Αλέκος — (1899 – 1965). Μουσικός. Διετέλεσε καθηγητής του Ελληνικού Ωδείου (1926) και το 1932 ίδρυσε την Παλλάδιο Χορωδία. Συνέθεσε διάφορα έργα, τα οποία διακρίνονται για τη λεπτότητα του ύφους τους: δύο σουίτες για ορχήστρα, πρελούντιο, συμφωνικό… …   Dictionary of Greek

  • Ντεμπισί, Κλοντ — (Achille Claude Debussy, Σεν Ζερμέν αν Λε 1862 – Παρίσι 1918). Γάλλος συνθέτης. Μπήκε στο Ωδείο του Παρισιού το 1873, με την επιμονή μιας παλιάς μαθήτριας του Σοπέν, η οποία διαισθάνθηκε το μουσικό ταλέντο του μικρού και έπεισε την οικογένειά του …   Dictionary of Greek

  • εισαγωγή — η 1. είσοδος, εισδοχή, μπάσιμο: Εισαγωγή υποψηφίων στη νομική σχολή. 2. η αγορά εμπορευμάτων από το εξωτερικό: Απαγορεύτηκε η εισαγωγή πορνογραφημάτων. 3. στον πληθ., εισαγωγές, οι το σύνολο των εμπορευμάτων που εισάγει μία χώρα από αγορές του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προανάκρουση — η προνάκρουσμα, πρελούντιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προανάκρουσμα — το, ατος 1. εισαγωγικό μουσικό κομμάτι, προοίμιο, πρελούντιο. 2. μτφ., πράξη ή ενέργεια προκαταρκτική για άλλη σπουδαιότερη: Αυτές οι ανατιμήσεις των ειδών είναι προανάκρουσμα γενικότερης ανόδου του τιμάριθμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”